Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η οπτική απάτη

См. также в других словарях:

  • οπτική απάτη — Βλ. λ. οφθαλμαπάτη …   Dictionary of Greek

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

  • απάτη — η 1. ψέμα για δική μας ωφέλεια και ζημιά αλλουνού, γέλασμα: Με απάτη του πήρε αρκετές χιλιάδες δραχμές. 2. λαθεμένη αντίληψη, πλάνη: Ο λεγόμενος αντικατοπτρισμός είναι οπτική απάτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

  • οπ αρτ — (op art). Συντετμημένη απόδοση του optical art, που σημαίνει οπτική τέχνη. Είναι μια καινούργια τάση των τελευταίων μη αναπαραστατικών ρευμάτων, θεμελιωμένη στις αναζητήσεις της οπτικής ικανότητας του ανθρώπου, που είχε αρχίσει ο Μόντριαν στα… …   Dictionary of Greek

  • επέκταση — η (AM ἐπέκτασις) [επεκτείνω] 1. περαιτέρω έκταση, προέκταση («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων») 2. επαύξηση λέξης με προσθήκη φωνηέντων («ἥλιος ἠέλιος, οὗτος οὑτοσί) 3. έκταση βραχύχρονου φωνήεντος νεοελλ. 1. ανάπτυξη… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοφάνεια — ὀφθαλμοφάνεια, ἡ (ΑΜ, Μ και ὀφθαλμοφανία) [οφθαλμοφανής] μσν. το να είναι κάτι ορατό αρχ. οπτική απάτη …   Dictionary of Greek

  • Πρόκτορ, Ρίτσαρντ Άντονι — (Proctor, Λονδίνο 1837 – Nέα Yόρκη 1888). Άγγλος αστρονόμος. Οι σπουδαιότερες μελέτες του αναφέρονται γενικά στο ηλιακό σύστημα και ιδιαίτερα στον Κρόνο και στη Σελήνη. Ήταν ο πρώτος που ισχυρίστηκε ότι οι παρατηρούμενες διώρυγες στον πλανήτη Άρη …   Dictionary of Greek

  • φαντασμαγορία — η (λ. γαλλ.) 1. η τέχνη να εμφανίζει κανείς φαντάσματα ή φανταστικές παραστάσεις με οπτική απάτη. 2. θεατρικό ή καλλιτεχνικό έργο, όπου κυριαρχεί το φανταστικό ή υπερφυσικό στοιχείο, ωραιότατο θέαμα. 3. μτφ., καθετί το φανταστικά ωραίο, το έξοχα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οφθαλμαπάτη — Φαινόμενο κατά το οποίο η οπτική αίσθηση δημιουργεί, υπό ορισμένες συνθήκες, μια εσφαλμένη αντίληψη για τις διαστάσεις, το σχήμα ή τα χρώματα εικόνων και αντικειμένων. Η πιο συνηθισμένη ο. είναι η προοπτική, κατά την οποία από μία δισδιάστατη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»