-
1 обман
обман м η απάτη, η εξαπάτηση· \обман зрения η οπτική απάτη* * *мη απάτη, η εξαπάτησηобма́н зре́ния — η οπτική απάτη
-
2 обман
обманм в разн. знач. ἡ ἀπάτη, τό ξεγέλασμα, ὁ δόλος, ἡ κατεργαριά:\обман зрения ἡ ὁπτική ἀπάτη· не даться в \обман δέν ξεγελιέμαι· вводить кого-л. в \обман ἐξαπατώ κάποιον. -
3 мираж
миражм прям., перен ὁ ἀντικατο» πτρισμός, ἡ ὁπτική ἀπάτη, ἡ ὁφθαλμαπάτη^ -
4 оптический
опти́ческ||ийприл ὁπτικός:\оптическийие приборы τά ὁπτικά ἐργαλεία· \оптический обман ἡ ὁπτική ἀπάτη, ἡ ὁφθαλμαπάτη. -
5 зрение
-я ουδ.όραση•слабое зрение αδύνατη όραση•
лишиться -я στερούμαι της όρασης ή του φωτός, χάνω την όραση, το φως•
обман -я οπτική απάτη (οφθαλμαπάτη).
εκφρ.поле -я – πεδίο όρασης, οπτικό πεδίο νοητή έκταση ενός τομέα, επιστήμης κλπ. точка -я άποψη, γνώμη•изложить свою точку -я – εκθέτω την άποψη μου•под углом -я – με γωνία όρασης (όπως το βλέπω ή το εκτιμώ εγώ),
См. также в других словарях:
οπτική απάτη — Βλ. λ. οφθαλμαπάτη … Dictionary of Greek
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
απάτη — η 1. ψέμα για δική μας ωφέλεια και ζημιά αλλουνού, γέλασμα: Με απάτη του πήρε αρκετές χιλιάδες δραχμές. 2. λαθεμένη αντίληψη, πλάνη: Ο λεγόμενος αντικατοπτρισμός είναι οπτική απάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
οπ αρτ — (op art). Συντετμημένη απόδοση του optical art, που σημαίνει οπτική τέχνη. Είναι μια καινούργια τάση των τελευταίων μη αναπαραστατικών ρευμάτων, θεμελιωμένη στις αναζητήσεις της οπτικής ικανότητας του ανθρώπου, που είχε αρχίσει ο Μόντριαν στα… … Dictionary of Greek
επέκταση — η (AM ἐπέκτασις) [επεκτείνω] 1. περαιτέρω έκταση, προέκταση («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων») 2. επαύξηση λέξης με προσθήκη φωνηέντων («ἥλιος ἠέλιος, οὗτος οὑτοσί) 3. έκταση βραχύχρονου φωνήεντος νεοελλ. 1. ανάπτυξη… … Dictionary of Greek
οφθαλμοφάνεια — ὀφθαλμοφάνεια, ἡ (ΑΜ, Μ και ὀφθαλμοφανία) [οφθαλμοφανής] μσν. το να είναι κάτι ορατό αρχ. οπτική απάτη … Dictionary of Greek
Πρόκτορ, Ρίτσαρντ Άντονι — (Proctor, Λονδίνο 1837 – Nέα Yόρκη 1888). Άγγλος αστρονόμος. Οι σπουδαιότερες μελέτες του αναφέρονται γενικά στο ηλιακό σύστημα και ιδιαίτερα στον Κρόνο και στη Σελήνη. Ήταν ο πρώτος που ισχυρίστηκε ότι οι παρατηρούμενες διώρυγες στον πλανήτη Άρη … Dictionary of Greek
φαντασμαγορία — η (λ. γαλλ.) 1. η τέχνη να εμφανίζει κανείς φαντάσματα ή φανταστικές παραστάσεις με οπτική απάτη. 2. θεατρικό ή καλλιτεχνικό έργο, όπου κυριαρχεί το φανταστικό ή υπερφυσικό στοιχείο, ωραιότατο θέαμα. 3. μτφ., καθετί το φανταστικά ωραίο, το έξοχα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οφθαλμαπάτη — Φαινόμενο κατά το οποίο η οπτική αίσθηση δημιουργεί, υπό ορισμένες συνθήκες, μια εσφαλμένη αντίληψη για τις διαστάσεις, το σχήμα ή τα χρώματα εικόνων και αντικειμένων. Η πιο συνηθισμένη ο. είναι η προοπτική, κατά την οποία από μία δισδιάστατη… … Dictionary of Greek